- προτατικός
- -ή, -όν, Α [πρότασις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόταση2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προτατικόςα) αυτός που μπορεί να κάνει προτάσειςβ) το πρόσωπο τού δράματος που εμφανίζεται μόνο στην αρχή.επίρρ...προτατικῶς Α(συν. σε φράση) «ἐρωτῶ προτακτικῶς» — ερωτώ με μορφή πρότασης.
Dictionary of Greek. 2013.